- νηστοποτώ
- νηοτοποτῶ, -έω (Α)πίνω κρασί νηστικός, προτού φάω.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + -ποτῶ (< -πότης < πίνω), πρβλ. λαβρο-ποτώ, οινο-ποτώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νηστοποσία — νηστοποσία, ἡ (Α) [νηστοποτῶ] το να πίνει κανείς κρασί νηστικός, με άδειο στομάχι … Dictionary of Greek